αβλέφαρος

αβλέφαρος
(ablepharus). Γένος ερπετών της οικογένειας των σαυριδών. Γνωστότερα είναι δύο είδη: η α. η αβλέφαρη,που έχει μήκος 10-12 εκ. και ζει στις θερμές χώρες και η α. η πανονική, που έχει μήκος 8-10 εκ. και ζει στην Ευρώπη, από την Ουγγαρία μέχρι τη δυτική Ασία. Και τα δύο είδη τρέφονται με σκουλήκια και έντομα.
* * *
-η, -ο (Α ἀβλέφαρος, -ον) [βλέφαρο]
αυτός που δεν έχει βλέφαρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αβλέφαρος — η, ο αυτός που δεν έχει βλέφαρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβλεφάρους — ἀβλέφαρος without eyebrows masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλέφαρο — το (AM βλέφαρον) κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο μσν. νεοελλ. η έκφραση των ματιών νεοελλ..1. το μέτωπο αρχ. βλέφαρα τα μάτια 2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» ήλιος β) «νυκτὸς βλέφαρον» η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”