- αβλέφαρος
- (ablepharus). Γένος ερπετών της οικογένειας των σαυριδών. Γνωστότερα είναι δύο είδη: η α. η αβλέφαρη,που έχει μήκος 10-12 εκ. και ζει στις θερμές χώρες και η α. η πανονική, που έχει μήκος 8-10 εκ. και ζει στην Ευρώπη, από την Ουγγαρία μέχρι τη δυτική Ασία. Και τα δύο είδη τρέφονται με σκουλήκια και έντομα.
* * *-η, -ο (Α ἀβλέφαρος, -ον) [βλέφαρο]αυτός που δεν έχει βλέφαρα.
Dictionary of Greek. 2013.